- εντάφιος
- -α, -ο (AM ἐντάφιος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός)2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός)αρχ.-μσν.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιονσάβανο («ὡς καλόν ἐστιν ἐντάφιον ἡ τυραννίς», Προκ.)2. αυτός που σχετίζεται με τον τάφο, την ταφή, αναφέρεται σ' αυτήαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐντάφια1. τα κτερίσματα που έθαβαν με τους νεκρούς2. η τελετή τού ενταφιασμού3. τα χρήματα για τα έξοδα τής ταφής.
Dictionary of Greek. 2013.